δολιχήρετμος

δολιχήρετμος
δολιχήρετμος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά
2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δολιχήρετμον — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc sg δολιχήρετμος long oared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχηρέτμοιο — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχηρέτμοισι — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχηρέτμου — δολιχήρετμος long oared masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχηρέτμους — δολιχήρετμος long oared masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχήρετμοι — δολιχήρετμος long oared masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”